- κυστεοπλαστική
- και κυστεοπλαστία, ηιατρ. χειρουργική επέμβαση για τροποποίηση τού σχήματος τής ουροδόχου κύστεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoplastie < cyst(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + -plastie < -πλαστία < -πλαστος < πλάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.